Λεξικό Βορειοηπειρωτικής διαλέκτου
Ταξινόμιση: αλφαβητικά | συγγραφέας | ημερομηνία | |
χωμασφάκι = φασκόμηλο Ανδρέας
χνούτα = μούτρα Ανδρέας
χερούλια = γάντια Ανδρέας
χάσκω = γελάω Ανδρέας
χάρβαλο = σαράβαλο, χαλασμένο Ανδρέας
χαμόρακας = τυφλοπόντικας Ανδρέας
φρίκη = απίστευτο! Ανδρέας
φρικάζομαι = κρυφακούω με προσοχή Ανδρέας
φλάκας = βλάκας, ηλίθιος Ανδρέας
φλάγκα = σφαλιάρα Ανδρέας
φαφούτης = κεκές Ανδρέας
τσίσμες = μπότες Ανδρέας
τσίπα = σακούλα Ανδρέας
τσιουπαλιάζω = πατάω κάτι Ανδρέας
τσιούμπα = το πίσω μέρος του κεφαλιού Ανδρέας
τσιοπάτι = βήμα Ανδρέας
τσιλούρα = κόψιμο Ανδρέας
τσιερέκι = καθόλου Ανδρέας
τσιγαριάζω = τηγανίζω Ανδρέας
τσιβί = σύρτης πόρτας ή παραθύρου Ανδρέας
τσιαρβέλο = μυαλό Ανδρέας
τσέφιλιο = τσόφλι Ανδρέας
τσαπορδώνεται = χαίρεται Ανδρέας
τσάκινα = λεπτά ξυλαράκια για προσάναμμα Ανδρέας
τον κυρπούτσι = συνεχίζει τα ίδια Ανδρέας
τζουτζιματζιούτζης = πολύ κοντός άνθρωπος Ανδρέας
τζουκ = σκοτάδι Ανδρέας
τζιαντές = δρομάκι Ανδρέας
τζενομένο = αδύναμο άτομο Ανδρέας
τζέκι = μικρός λοστός με γυριστό κεφάλι Ανδρέας
τζαντόρα = σκηνή Ανδρέας
τεμπελχανάς = τεμπέλης Ανδρέας
ταλάκι = καρφάκι Ανδρέας
τακάτι = δύναμη Ανδρέας
τα πίκοπα = ανάποδα, μπρούμιτα (π.χ.: κοιμάμαι τα πίκοπα) Ανδρέας
τα μπιχτοκέφαλα = πέσιμο με το κεφάλι κάτω Ανδρέας
στούριασμα = χαζός Ανδρέας
στέγκα = τρύπα σε φράχτη Ανδρέας
σπιούνης = μαρτυριάρης, ρουφιάνος Ανδρέας
σουφέκι = φυσέκι Ανδρέας
σουράω = σφυρίζω Ανδρέας
σοκακιάρης = αυτός που είναι όλη μέρα στους δρόμους Ανδρέας
σόγια - σόγια = πολλά είδη Ανδρέας
σμπαράλια = κομματιάστηκε (έγινε σμπαράλια) Ανδρέας
σκισματιά = χαραμάδα Ανδρέας
σκεμποκέφαλος = αγύριστο κεφάλι, κάνει του κεφαλιού του Ανδρέας
σκέμπι = γκρεμός Ανδρέας
σκαρπίγκια = είδος παπουτσιών Ανδρέας
σκαρπί = ξύλο λεπτό ή χοντρό πεταμένο κάτω Ανδρέας
σκαπετάω = πηδάω Ανδρέας
σιούφρα = βέργα Ανδρέας
σιλιροκάτσικο = ανάποδο παιδί Ανδρέας
σιλιβώθηκα = λερώθηκα Ανδρέας
σιάπκες = παντόφλες Ανδρέας
σιάπκα = παντόφλα Ανδρέας
σγκούμπης = καμπουριασμένος Ανδρέας
σγκάφω = σκάβω Ανδρέας
σγκάρα = τσουλήθρα Ανδρέας
σγκαλίστρισα = γλίστρισα Ανδρέας
σβιάω = σβήνω Ανδρέας
σβαρίζω = σβαρνάω Ανδρέας
ρουσπουνιάζω = μαλώνω κάποιον Ανδρέας
ρούμασαν = ωρίμασαν Ανδρέας
ρούγα = δρόμος Ανδρέας
ρόγια = σκοπιά Ανδρέας
ροβόλι = πιστόλι Ανδρέας
ρετσέλι = γλυκό του κουταλιού Ανδρέας
ράγκαλα = παλιά δοχεία , παλιόρουχα Ανδρέας
πρόνγκιος = ηλίθιος, βλάκας Ανδρέας
πριστάκι = άγουρο σύκο Ανδρέας
πούφκες = αθλητικά παπούτσια (πάνινα συνήθως) Ανδρέας
πουσίμια = διακοπές Ανδρέας
πούπες = κοντές μάλλινες κάλτσες Ανδρέας
πολογιέμαι = απαντάω στο κάλεσμα κάποιου Ανδρέας
πλοκαριά = φραχτης Ανδρέας
πλέντζος = κοκκαλιάρης Ανδρέας
πλεβιτώθηκα = κρύωσα, ξεπάγιασα Ανδρέας
πλάτσκα = πλατιά μύτη Ανδρέας
πλατσαρίζω = 1) χαστουκίζω 2) παρατάω κάτι Ανδρέας
πιτσαράνα = το πέος (μικρου μεγέθους ) Ανδρέας
πισιά = γατάκια Ανδρέας
πιλάλα = λέμε οταν κάτι δουλεύει σωστά Ανδρέας
πέτουρα = χυλοπίτες Ανδρέας
περγελάω = κοροιδεύω Ανδρέας
πεζεβέγκης = πονηρός, ρουφιάνος Ανδρέας
πασουμάκια = κοντές μάλλινες κάλτσες Ανδρέας
παραφάγκος = λασποτήρας Ανδρέας
πάει γκαβό = με τύχη Ανδρέας
ξεχλιάζω = περνώ την ώρα μου Ανδρέας
ξεκάνω = αποτελειώνω Ανδρέας
ντούμπλα = είδος χαλιού Ανδρέας
νόντας = ηλίθιος Ανδρέας
νόμου = δώσε μου Ανδρέας
νιάγκρος = μαύρος Ανδρέας
μπρόφκες = ψέμματα Ανδρέας
μπριάνι = είδος φαγητού με ρυζι και κρέας Ανδρέας
μπούντος = πολύ σκοτεινό μέρος,(χαοτικό) Ανδρέας
μπουνκέρι = πολυβολείο Ανδρέας
μπούμπαλο = σκαθάρι Ανδρέας
μπουμπαλέτσι = σκαθάρι Ανδρέας
1 2 3 >
Με απόλυτο σεβασμό στις ρίζες, στην παράδοση και στη σημασία αυτών των λέξεων.
Ποιο πιστεύετε ότι έχει τη μεγαλύτερη προτεραιότητα για το χωριό μας;
Ο δρόμος ή η ύδρευση;
Μόνο τα μέλη ψηφίζουν
Επισκέπτες: 1
Εγγεγραμμένοι: 0
booked.net
Στο www.eleftherohori.gr χρησιμοποιούμε cookies!
Χρησιμοποιούμε cookies για να μην χρειάζεται κάθε φορά να κάνετε σύνδεση (login) στο site μας,
πατώντας "Αποδοχή" θα αποθηκευτούν με κρυπτογράφηση στη συσκευή σας τα στοιχεία εισόδου σας για 1 έτος.
Αποδοχή